- φαρδίνι
- το, Νπαλαιότερο αγγλικό κέρμα ισοδύναμο με το 1/4 τής πένας ή το 1/48 τού σελινίου, το οποίο κόπηκε για πρώτη φορά στη Σκωτία από τον Αλέξανδρο Γ'.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. farthing].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρδίνι — το (λ. αγγλ.), αγγλικό χάλκινο κέρμα ίσο με το τέταρτο της αγγλικής πένας (ή 1/48 του σελινιού) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)